Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γναφιάς — ο βλ. γναφέας … Dictionary of Greek
γναφέας — και γναφιάς, ο (AM γναφεύς, Α και κναφεύς) [κνάφος] 1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο βυρσοδέψης 2. αυτός που κατεργάζεται μαλλί αρχ. ονομασία ψαριού … Dictionary of Greek